- κουτσοδόντης
- -α, -ικο- αυτός που δεν έχει όλα τα δόντια του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + -δόντης (< δόντι), πρβλ. κουφιο-δόντης, στραβο-δόντης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτσοδόντης, -α — και ισσα, ικο αυτός που του λείπουν δόντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek
φαφούτης — α, ικο, θηλ. και ισσα, Ν αυτός που τού έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, ξεδοντιάρης, κουτσοδόντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά κάποιος που δεν έχει δόντια] … Dictionary of Greek